- νομοθέτει
- νομοθετέωframe lawspres imperat act 2nd sg (attic epic)νομοθετέωframe lawsimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νομοθετεῖ — νομοθετέω frame laws pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) νομοθετέω frame laws pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
възаконѧти — ВЪЗАКОНѦ|ТИ (23), Ю, ѤТЬ гл. Устанавливать в качестве правила, закона: во нь же взаконѩеть възносити безъскв(е)рньноую жертвоу. КР 1284, 267г; се же гл҃ть не о таковѣи ˫азвѣ възаконѩ˫а токмо нъ о всемь незлобии отиноудь наказа˫а насъ... не да… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek
νομοθετικός — ή, ό (ΑΜ νομοθετικός, ή, όν) [νομοθέτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νομοθέτη ή στη νομοθεσία νεοελλ. φρ. α) «νομοθετικό σώμα» εκλεγμένα ή διορισμένα πρόσωπα που έχουν την εξουσία να θεσπίζουν ή να τροποποιούν νόμους β) «νομοθετικό… … Dictionary of Greek
συννομοθέτης — ὁ, Α [νομοθέτης] αυτός που νομοθετεί μαζί με άλλον, από κοινού νομοθέτης … Dictionary of Greek
Ανδόρα — Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης.Συνορεύει στα Β και Α με τη Γαλλία και στα Ν και Δ με την Ισπανία.Το μικρότερο κράτος του κόσμου βρίσκεται στα ανατολικά Πυρηναία. Η ύπαρξη του κρατιδίου της Α. (Valls d Andorra) είναι συνέπεια γεωγραφικών… … Dictionary of Greek
διάκριση εξουσιών — Νομική έννοια που υποδηλώνει τη διαίρεση των εξουσιών του κράτους σε τρεις μορφές: τη νομοθετική, τη δικαστική και τη διοικητική ή εκτελεστική. Έχει υποστηριχθεί και η άποψη για τη διάκριση σε δύο μορφές, τη νομοθετική και την εκτελεστική… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek